- πανσές
- pensée
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
πανσές — (βιόλα η κηπαία). Καλλωπιστικό φυτό εξαιρετικά διαδεδομένο. Άγριος πρόγονος του π. είναι η βιόλα τρίχρους η αρουραία, που φυτρώνει μόνη της στην κεντρική Ευρώπη και στην Ασία και υπάγεται στην οικογένεια των βιολιδών (δικοτυλήδονα)· είναι πόα… … Dictionary of Greek
πανσές — ο (λ. γαλλ.), λουλούδι που λέγεται και βιόλα και βιολέτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μόριτς, Ζίγκμοντ — (Zsigmond Moricz, Τισατσέτσε 1879 – Βουδαπέστη 1942). Ούγγρος συγγραφέας. Από οικογένεια χωρικών, σπούδασε θεολόγος, νομικός και τέλος έγινε συντάκτης εφημερίδας. Πρωτοεμφανίστηκε στο περιοδικό Nyugat με το διήγημα Εφτά δεκάρες (1909) και έγινε… … Dictionary of Greek
ίο — το είδος λουλουδιού, μενεξές, πανσές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)